ΠΡΟΤΥΠΟΣ ΤΕΧΝΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΑΘΗΤΕΙΑΣ ΔΕΗ (ΠΤΣΜ-ΔΕΗ) Β'ΣΕΙΡΑ 1965-2015

Πενήντα χρόνια, πέρασαν μα λες και ήταν χτες                                      1    

που στην σχολή την πρότυπη, γίναμε μαθητές,

σε νέους πια ορίζοντες, θ’ άρχιζε μια ζωή,

με προσδοκίες κι όνειρα, μεσ’ τη μαμά ΔΕΗ.

Γι αυτά τα χρόνια της σχολής, το νου μας αν σκαλίσεις,

θα ανασύρεις σίγουρα, χιλιάδες αναμνήσεις.

Aν κάνουμε αναδρομή, σ’ αυτή την ιστορία,

θα είναι σα να βλέπουμε, μια ρετρό ταινία.

 

 

Την πρώτη μέρα πήγαμε, δειλά και μετρημένα,

ζυγώσαμε στην είσοδο, με γόνατα δεμένα.

Να ο κυρ Κώστας ,φύλακας της θρυλικής σχολής,

στεκότανε σαν κέρβερος, στην πόρτα της αυλής.

 

Πρώτη μας παρουσίαση και να μη γίνει λάθος,

η γραμματεία βρίσκονταν, αριστερά στο βάθος.

Ο Πούλιος μας περίμενε, να μας καταμετρήσει

στις τάξεις και τα τμήματα, να μας ταξινομήσει.

Να μεριμνήσει έπρεπε και ετοίμασε δελτία,

ώστε να παραλάβουμε, στολές για εργασία.

Έτσι εξοπλιστήκαμε με φόρμες, γάντια, κράνη,

νέες δραστηριότητες, θα ‘ρχίζαν μάνι μάνι.

 

Όταν φορέσαμε όλα αυτά, βάλαμε και τις μπότες,

για μαθητές πηγαίναμε, μα δείχναμε σαν στρατιώτες.

Θύμιζε το προαύλιο, κέντρο νεοσυλλέκτων,

μα είχαμε την αίσθηση, ομάδας επιλέκτων.

Για τις επίσημες στιγμές, μας ’ράψαν κουστουμάκι

μαζί με  μια γραβάτα μπλε και σιέλ πουκαμισάκι.

 

Μηχανουργείο κάναμε, πολύ τους πρώτους μήνες,

πώς να διαμορφώνουμε, σίδερα, λαμαρίνες.

Η τέχνη ήταν δύσκολη, λίμες σφυριά και τόρνοι

κι όλοι μας βλαστημάγαμε, την τύχη μας την πόρνη.

 

 

Τα μεσημέρια διάλειμμα κι ανάγκη φαγητού,                                              2  

στο ΠΙΚΠΑ στα Ιλίσια, βρίσκαμε το μενού.                                                  

Σε ‘κείνο το μαγέρικο, ο Βάιος πρώτη μούρη,

με κορυφαίο έδεσμα, της Στάσας το πλιγούρι.

 

Μετά και πάλι στη σχολή , άρχιζαν τα μαθήματα,

γνώσεις θα αποκτούσαμε, για τεχνικά ζητήματα.

Για μας ήταν πρωτόγνωρα, όλα αυτά τα θέματα,

που ξαφνικά μας γέμισαν, σκοτούρες και μπερδέματα.

 

Ταυτόχρονα με Άλγεβρα και Φυσική Χημεία,

αρχίσαμε Μηχανική και Ηλεκτροτεχνία.

Παραγωγή ,Μεταφορά, Διανομή, σαν ζάλη,

τρελά στροβιλιζόντουσαν, στο δόλιο μας κεφάλι.

                                                                                                        

Η αντοχή των υλικών ,σχέδιο ,σκαριφήματα,

συμπλήρωναν τα ζόρικα, ηλεκτρομηχανήματα.

 

Καθηγητές ξεχωριστοί, με γνώσεις κι εμπειρίες,                                                                                                                                                     

φροντίζανε ταχύρυθμα, να γίνουμ’ αυθεντίες.

Στα πρόσωπα όλων αυτών, πρέπει να αναφερθούμε,

να τους γυρίσουμε στο νου και να τους θυμηθούμε.

 

Πρώτος ο Μανωλόπουλος, π’ ασκούσε την διεύθυνση,

κάθε πρωί, μας μίλαγε κι έδινε την κατεύθυνση.

Με μια πίπα του καπνού κι ένα σκιστό σακάκι,

ήταν ντυμένος πάντα σικ, φόραγε και γυαλάκι.

 

Σαν δάσκαλοι ξεχωριστοί ,με γνώσεις μνημειώδεις:

Τάκης Αναγνωστόπουλος κι Αντώνης Κατωπόδης,

που ήταν πάντα δίπλα μας ,τις δύσκολες ημέρες,

σ’ όλα μας τα προβλήματα, σαν δεύτεροι πατέρες.

 

Σαραμανδής και Φάκαρος, Χείλαρης, Σαφιολέας,

κατείχαν θέση χωριστή, στο κέντρο της αυλαίας.

Και ο Βουδούρης μια μορφή, γεμάτη ,με πραότητα,

μας προσφωνούσε κύριους και παίρναμε οντότητα.

Λειτούργησε σαν πρότυπο, του σχολικού μας βίου

κι εμείς του αποδώσαμε, τον τίτλο του Αγίου.

 

O Κοκοράκης τι να πεις ,τρελός και αυθεντία,                                             3

που από μνήμης δίδασκε ,ολόκληρα βιβλία.                                               

Απίστευτος εγκέφαλος, μ’ επαγωγές πηνία,

που είχε στα τοιχώματα, μαγνητικά πεδία.

Όταν δεν καταλάβαινες, δεν είχε κυριλίκια,

άφηνε τις αβρότητες κι έσερνε μπινελίκια.

Μας προβλημάτιζε πολύ, αυτό το κουτσαβάκι

μα κατά βάθος άκακος,  ήτανε σαν αρνάκι.

 

Στο πάνελ των καθηγητών, μοναδική κυρία

η Λαινά με τα’ Αγγλικά και την ορολογία.

Επέμενε με προφορά, τις λέξεις να αρθρώσεις,

για να το κάνεις έπρεπε τη γλώσσα να στραβώσεις.

 

Λελούδας ίσον σίφουνας ,τα σκέρτσα του αμίμητα,

έκανε την παράδοση, με τρομερή ταχύτητα.

Με χόμπυ του το διάβασμα, την γνώση του την τόση,

σαν υλικό πολύτιμο, πάσχιζε να μας δώσει.

Είχε στυλάκι γαλλικό κι ένα ψιλό μουστάκι.

φορούσε το μακρύ κασκόλ, με ένα μπλε σακάκι

κι όσο καιρό τον ξέραμε, ποτέ δεν είχε βγάλει,

αυτόν το μαύρο το μπερέ που είχε στο κεφάλ.

 

Να ‘ναι το σώμα υγιές, συμπλήρωμα  στη γνώση,

και ο Καμίτσης, άρχισε μ’ ασκήσεις να μας στρώσει.  

Να κάνουμε τρεξίματα, αθλήματα, πορείες,

σε γήπεδα μας έτρεχε, για τις αθλοπαιδίες.

 

Ίσως να παραλείψαμε σ’ αυτούς και κάποιον άλλο,

σε όλους τους οφείλουμε, ευχαριστώ μεγάλο,

γιατί δεν ήταν μοναχά, της γνώσης μας φωστήρες,

είχανε και το χάρισμα, να πλάθουν χαρακτήρες.

 

Τα καλοκαίρια, διακοπή, γινότανε στη μάθηση

και τη σκυτάλη έπαιρνε, η πρακτική εξάσκηση,

για να συμβούν όμως αυτά ,με φύλα για πορεία,                                  

σαν τα πουλιά σκορπάγαμε, σ’ όλη την επαρχία.

Φτάναμε στους προορισμούς, πολύ  μικρές παρέες,

ανάγκη συγκατοίκησης και για φιλίες νέες .

 

Πρωτόγνωρες με τη δουλειά, είχαμε δυσκολίες,                                        4

με μέσα και με πρόσωπα, οι πρώτες γνωριμίες.

Στο μεταξύ  μας δέσιμο, ευρίσκαμε τον τρόπο,

για να περάσουμε καλά, σ’ όποιο βρεθούμε τόπο.

Και ιστορίες γράφτηκαν, κορίτσια και αισθήματα

της πρώτης αθωότητας,  μικρά παραστρατήματα.

 

Σαν ήρθ’ η ώρα της σχολής, να αφήσουμε το κτίριο,

στα χέρια μας κρατάγαμε, σφιχτά τ’ απολυτήριο,

Σ’ αυτό αποτυπώνονταν, όλα μας τα προσόντα,

για την καριέρα στη ΔΕΗ ,πως είχαμε τα φόντα.

Μια γρήγορη προσαρμογή κι αμέσως ξεκινήσαμε

να αποδίδουμε σωστά ,όσα καλά γνωρίζαμε.

 

Όταν για όλα τα στραβά ,είχαμε εμπειρίες,

βαλθήκαμε ν’ αλλάξουμε, στρεβλές νοοτροπίες,

Των αποφοίτων της σχολής ,τα’ ανήσυχα τα νιάτα,

γίνανε πρωταγωνιστές, στήσανε συνδικάτα.

Που έγιναν  πανίσχυρα  και επέβαλαν τις λύσεις,

σε χρόνια προβλήματα, με τις διεκδικήσεις.

 

Μα κορυφαίος αρχηγός, έγινε κάποιος άλλος,

ο αναρχοαυτόνομος, ο άντρας ο μεγάλος.

Λόγια πολλά δεν ήθελε και ήτανε των έργων,

ο εκλεκτός των εκλεκτών, πρόεδρος των προέδρων.

Και είχε επιχειρήματα, για να κερδίσει πάλι,

πως τ’ ακριβά τ’ αρώματα, θέλουν μικρό μπουκάλι.

Έχει μια βάρκα στο χωριό ,ψαρεύει για τις γάτες,

και κάνει δρομολόγια, με λαθρομετανάστες.

Πολλές φορές τον είδαμε, να κάνει τον αρτίστα.

Το όνομα του βρέθηκε και στης Λαγκάρντ τη λίστα.

Με φράκο και ημίψηλο, σωστός καρατερίστας,

βρέθηκε στη διεύθυνση, ολόκληρης ορχήστρας.

 

Το όνομα του ρώταγαν, να μάθουν εκεί πάνω,

Κι αυτός βαριά απάντησε: Ηλίας..... από Σάμο.

Oι φήμες που ακούστηκαν, για μίζες και λαδάκι,

ψευτιές και κακοήθειες, είναι του Νταουντάκη.

 

 

Φίλοι να είμαστε καλά, να βγούμ’ απ’ το κανάλι,                                      5

για να σηκώσουμε ψηλά και πάλι το κεφάλι.                           

Κι έτσι σε πείσμα των καιρών μ’ αγάπη και ομόνοια,

Την πίττα μας να κόβουμε ,γι’ άλλα πενήντα χρόνια.

 

Θ.ΧΑΡΙΤΟΠΟΥΛΟΣ  11/2/2015