Για ένα ορισμό της Ποίησης

ΘΕΜΑ: Για ένα ορισμό της Ποίησης

«Πρέπει πρώτα με δύναμη να συλλάβει ο νους κι έπειτα η καρδιά θερμά να αισθανθεί, ό, τι ο νους συνέλαβε.»                                                                  

                                                                                        

             Διον. Σολωμός

Το να δοθεί ικανοποιητικός ορισμός της Ποίησης, δεν είναι εύκολη υπόθεση, όπως μπορούμε να το διαπιστώσουμε και από το πλήθος των σχετικών στοχασμών ποιητών, κριτικών της Λογοτεχνίας, επιστημόνων, διανοητών κλπ., που παραθέτουμε στο παρόν πόνημά μας. Η δυσκολία της διατύπωσης ενός τέτοιου ορισμού έγκειται στο γεγονός ότι η Ποίηση (αλλά και κάθε άλλη μορφή Τέχνης), δεν μπορεί να «κλειστεί» σ’ ένα ορισμό που να έχει καθολική ισχύ, όπως συμβαίνει για τις περιπτώσεις των μαθηματικών και φυσικών Επιστημών, οι οποίες θεμελιώνονται πάνω σε ακλόνητους και απαρέγκλιτους νόμους και αξιώματα. Στα θέματα της Καλλιτεχνίας όμως δεν υπάρχουν καθορισμένοι κανόνες και αρχές έκφρασης και λειτουργίας τους. Οι τεχνοτροπίες στην Τέχνη (τα καλλιτεχνικά ρεύματα) δεν διαρκούν πολύ και αλλάζουν με ταχύ ρυθμό. Έτσι π.χ. στη Λογοτεχνία, στη Ζωγραφική, στη Μουσική κλπ., από τον κλασικισμό του 18ου αι. περάσαμε στο ρομαντισμό του 19ου αι., για να φθάσουμε σήμερα στον υπερρεαλισμό, στον κυβισμό, στη τζαζ και ροκ μουσική, ακόμη και στη ροκ όπερα. Όμως, οι διαφορετικές αυτές αλλαγές των τεχνοτροπιών στην Τέχνη, φέρνουν και την πρόοδό της.

Προκειμένου για την Ποίηση οι ορισμοί που έχουν δοθεί κατά καιρούς γι’ αυτή είναι συνήθως μονομερείς και ανταποκρίνονται σε ένα μόνο μέρος του νοηματικού και αισθητικού της εύρους. Άλλοι από αυτούς αναφέρονται μόνο στη μορφή της (γλώσσα), άλλοι στο περιεχόμενό της και στο μέτρο και στο ρυθμό της κλπ.  

Έτσι π.χ. για τον Τζων Κόλερετζ «ποίηση είναι η ιδανική διάταξη ιδανικών λέξεων» (μορφή), για τον Κ. Παλαμά «μια μελωδία από μετρημένα λόγια» (μέτρο-μουσική), για τον Πωλ Βαλλερύ «η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος» (περιεχόμενο), για τον υπερρεαλιστή Ανδρέα Εμπειρίκο «η ανάπτυξις στίλβοντος  ποδηλάτου» (περιεχόμενο) κλπ. Ο Πωλ Βαλλερύ στον ορισμό του τοποθετεί την ουσία της Ποίησης στο συναίσθημα (χαρά, λύπη, πόνος κλπ.), το οποίο με το ποίημα αισθητοποιείται, αναπτύσσεται και κοινοποιείται. Ο Ανδρέας Εμπειρίκος εστιάζει την ουσία της Ποίησης στην εικόνα, άρα στην αίσθηση. Η Ποίηση, υποστηρίζει, αναπτύσσει παρόμοιες αστραφτερές εικόνες με εκείνη του κινούμενου γρήγορα ποδηλάτου, του οποίου ο μεταλλικός σκελετός, με την κίνηση, λάμπει (στίλβει) στον ήλιο. Τέτοιες εικόνες γεννιούνται στην αίσθησή μας, όπως ατενίζουμε τα πράγματα και ερχόμαστε σε επαφή μαζί τους.

Ο Αριστοτέλης, πάλι, στο «Περί Ποιητικής» έργο του ορίζει την Ποίηση ως «μίμησιν» («ποίησις μίμησις εστι»). Η Ποίηση κατά το μεγάλο φιλόσοφο μιμείται «το καθ’ όλου» της ζωής, δηλαδή την πραγματικότητά της, όχι ως απλή απεικόνιση και καταγραφή της, αλλά ως μια ανασύνθεση και συμπλήρωσή της, απαλλαγμένη από καθετί το τυχαίο, το ασήμαντο και το κοινό. Η Ποίηση, προσθέτει, δεν έχει σκοπό «τα γενόμενα λέγειν», δηλαδή να αναδιηγηθεί πραγματικά γεγονότα (αυτό είναι έργο της Ιστορίας), αλλά τα γεγονότα, που θα μπορούσαν να συμβούν «κατά το εικός και αναγκαίον», όπως όντως και συμβαίνουν στην πραγματικότητα.

Ο Ρ.Μ. Ρίλκε σημειώνει: η Ποίηση δομείται με ελάχιστα υλικά, μ’ ένα φύλλο, με λίγους κόκκους άμμου, με τη δροσιά, τον άνεμο, με ένα οποιοδήποτε τιποτένιο πραγματάκι», για να δείξει πως ο ποιητής μπορεί να δώσει αξία και στο πιο ασήμαντο και αδιάφορο για τους άλλους πράγμα. Ορισμένοι ακόμη προεκτείνουν την έννοια της Ποίησης και συμπεριλαμβάνουν σ’ αυτή και άλλες μορφές του λόγου. Ποιητής λένε δεν είναι μόνο εκείνος που γράφει στίχους. Είναι και εκείνος του οποίου ο λόγος έχει το άρωμα της Ποίησης, έχει ρυθμό και μελωδία. Ο Παπαδιαμάντης είναι ποιητής και ο λόγος του είναι ποίηση. Ο Αριστοτέλης έρχεται και εδώ να συνηγορήσει σ’ αυτό με μια βαθιά και ουσιαστική επισήμανση: «Αν, σημειώνει, ο Ηρόδοτος έγραφε την «Ιστορία» του σε στίχους, το έργο του δεν θα ήταν τίποτε άλλο από μια έμμετρη ιστορία. Αντίθετα, αν ο Όμηρος έγραφε τα έπη του σε πεζό λόγο, θα έγραφε και πάλι ποίηση». Δεν μπορούμε λοιπόν όλοι να γράφουμε Ποίηση. Ο ποιητής ασφαλώς και γεννιέται, αλλά το ποίημα γίνεται. Επομένως και ο ποιητής, εκτός από το ταλέντο που πρέπει αν διαθέτει, οφείλει να έχει και πλούσια πείρα ζωής, αντλημένη από την παράδοση. Όταν ο Σεφέρης έγραφε τη « Στροφή» ήταν «γεμάτος» από το Δημοτικό Τραγούδι, το Μακρυγιάννη, Σολωμό, Παλαμά, Κάλβο, Σικελιανό κ.α. Ο Πωλ Βαλλερύ παρατηρεί πως «τον πρώτο στίχο μας τον δίνουν οι θεοί, αλλά τους άλλους τους φτιάχνουμε με ιδρώτα». Από την άλλη πλευρά, αν έχεις πλούσια πείρα (ιδέες, μόρφωση κλπ.) αλλά δεν έχεις το ταλέντο, δεν μπορείς να γράψεις ποίηση. Το επιβεβαιώνει ο ποιητής Στεφάν Μαλλαρμέ με την απάντησή του «το ποίημα δεν γίνεται με ιδέες, γίνεται με λέξεις» στο ζωγράφο Έδγαρ Ντεγκά, όταν εκείνος απορούσε, γιατί δεν μπορούσε να γράψει ποίηση, αν και έχει πολλές ιδέες.

Η Ποίηση πλαταίνει, βαθαίνει και πολλαπλασιάζει τη ζωή.

Είναι «η εκ βαθέων» φωνή μας. Ας την αφουγκραστούμε.

Νίκος Δ. Δέτσης

Φιλόλογος-Τ. Λυκειάρχης                   

ΓΙΑ ΤΟΝ Σ.Α.Σ  Ε.Η.Ε

                                                             Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                        Ο ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΙΩΑΝ. Ν. ΤΣΙΒΓΟΥΛΗΣ                                             A. ΚΑΜΗΛΑΡΑΚΗΣ