ΠΑΡΕΜΒΑΣΗ ΓΕΝΟΠ-ΔΕΗ ΓΙΑ ΤΟ ΝΕΟ ΕΣΕΚ

ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ–ΚΗΕ
Παρέμβαση στη Δημόσια Διαβούλευση για το νέο ΕΣΕΚ
Κύριε Υπουργέ
Η πρωθυπουργική δέσμευση για το κλείσιμο των λιγνιτικών μονάδων ξάφνιασε πολλούς αλλά ανησύχησε πολύ περισσότερους. Σίγουρα, η εξαγγελία του πρωθυπουργού προβληματίζει σοβαρά δεκάδες χιλιάδες ανθρώπους στη Δυτική Μακεδονία και την Αρκαδία και ο λόγος είναι απλός: Οι οικονομίες των περιοχών, όπου η ΔΕΗ αναπτύσσει λιγνιτική δραστηριότητα εδώ και έξι δεκαετίες, είναι άμεσα εξαρτημένες από αυτή και το σβήσιμο των μονάδων θα έχει σοβαρότατες επιπτώσεις και όχι μόνον οικονομικές.


Όμως οι αρνητικές επιπτώσεις δεν περιορίζονται σε τοπικό επίπεδο. Αντίθετα, η απόφαση έχει σαφείς επιπτώσεις σε εθνικό επίπεδο και μάλιστα σοβαρές επιπτώσεις.
Με δεδομένο ότι θα χρειαστούν αρκετά ακόμη χρόνια για την πλήρη ικανοποίηση των αναγκών ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, είναι επόμενο ότι η χώρα μας θα χρειαστεί μονάδες παραγωγής που θα μπορούν να καλύψουν τις ανάγκες ηλεκτροδότησης σε συνθήκες πυκνής νέφωσης και άπνοιας.
Είναι εύκολα αντιληπτό ότι τη θέση των λιγνιτικών μονάδων που θα κλείσουν θα πάρουν οι μονάδες φυσικού αερίου με ότι αυτό συνεπάγεται για την ενεργειακή εξάρτηση της χώρας μας από ένα εισαγόμενο καύσιμο που, σε αντίθεση με τον εγχώριο λιγνίτη, είναι εκτεθειμένο όχι μόνον σε οικονομικούς (διακυμάνσεις τιμών) αλλά και σε γεωπολιτικούς κινδύνους.
Κανείς δεν πρέπει να ξεχνά ότι μόλις το 2016, η χώρα μας αντιμετώπισε σοβαρό πρόβλημα εξαιτίας της έλλειψης φυσικού αερίου. Το black out αποφεύχθηκε χάρη στις λιγνιτικές μονάδες της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας.
Είναι ακριβώς αυτοί οι λόγοι που προκαλούν ανησυχία και προβληματισμό για τη σκοπιμότητα της κυβερνητικής επιλογής την ίδια στιγμή που άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία χρησιμοποιούν άνθρακα, δεν βιάζονται καθόλου και θα συνεχίσουν να παράγουν ενέργεια πολύ πέρα από το 2028.
Η Γερμανία θα παράγει ενέργεια από ανθρακικούς σταθμούς μέχρι το 2038 ενώ η Πολωνία και η Τσεχία για πολύ περισσότερο.
Η κυβέρνηση υποστηρίζει αυτή την επιλογή και βέβαια θα κριθεί για αυτή. Είναι όμως σημαντικό να υπογραμμιστεί ότι το οικονομικό κόστος αυτής της επιλογής δεν έχει αποτιμηθεί και βέβαια ούτε είναι γνωστά, ούτε πολύ περισσότερο η κυβέρνηση έχει προσδιορίσει τα οικονομικά οφέλη αυτής της επιλογής. Αντί αυτών το μόνο που προβάλλεται είναι το μήνυμα της πράσινης οικονομίας και η ελπίδα για βιώσιμη ανάπτυξη!
Χωρίς συγκεκριμένους στόχους, ούτε καν υποθέσεις, η χώρα εγκαταλείπει το λιγνίτη, ένα εγχώριο καύσιμο, που συνέβαλε αποφασιστικά στην οικονομική πρόοδο της Ελλάδας και θα μπορεί να συνεισφέρει ουσιαστικά στην ανάκαμψή της μετά από την επώδυνη οικονομική κρίση που κράτησε μια δεκαετία.
Αναφορικά με τις αιτιάσεις του υπουργείου για το υπέρογκο κόστος των λιγνιτικών μονάδων που επιβαρύνουν τη ΔΕΗ με 300 εκατ. ευρώ το χρόνο και πως θα άξιζε «να πληρώνονται οι εργαζόμενοι χωρίς να δουλεύουν», η απάντηση είναι απλή. Μπορεί να κλείσουν οι μονάδες (για να μην υπάρχει και το νομικό βάρος στις πλάτες του υπουργείου) αλλά με κάποιο τρόπο η κυβέρνηση θα πρέπει να μεριμνήσει για την επάρκεια και την ασφάλεια του συστήματος. Επειδή πιστεύουμε πως είναι απαραίτητες οι λιγνιτικές μονάδες για αυτούς τους λόγους πρέπει να αποζημιώνονται.
Στη δεδομένη οικονομική συγκυρία όπου η χώρα πρέπει να στηριχτεί σε επιχειρήσεις στρατηγικού χαρακτήρα όπως η ΔΕΗ και σε δικούς της πόρους όπως το εθνικό καύσιμο, για να ανακτήσει το χαμένο έδαφος, η κυβέρνηση επιλέγει το φυσικό αέριο, το οποίο εκτός από κοστοβόρο δεν είναι και «αθώο»: κατά την καύση του παράγεται –αν και σε μικρότερες ποσότητες- διοξείδιο του άνθρακα (CO2). Σε περίπτωση μάλιστα που έχουμε και διαρροή πριν την καύση του, τότε οι επιπτώσεις για το περιβάλλον, σύμφωνα με τους επιστήμονες, είναι πολύ χειρότερες.
Είναι γνωστό, σε όσους παροικούν στην «ενεργειακή Ιερουσαλήμ» ότι το δυσβάστακτο κόστος της εκπομπής ρύπων που «φορτώθηκε» η ΔΕΗ, θα μπορούσε να αποφευχθεί. Δυστυχώς, την ώρα που άλλες χώρες της Ε.Ε. (Πολωνία, Τσεχία, Βουλγαρία, Ουγγαρία, Ρουμανία, Σλοβακία, Κροατία, Λιθουανία, Λετονία, Εσθονία & Σλοβακία) με παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη έπαιρναν δωρεάν δικαιώματα εκπομπής ρύπων CO2, οι κυβερνήσει στη χώρα μας απεμπόλησαν αυτό το δικαίωμα.
Οι προκλήσεις της προστασίας του περιβάλλοντος είναι παρούσες και κανείς δεν της αγνοεί. Ωστόσο, είναι βασικό να εξετάζουμε κάθε φορά τις επιπτώσεις των επιλογών μας. Η χώρα μας δεσμεύεται από τις αποφάσεις των οργάνων της Ευρωπαϊκής Ένωσης και είναι μέρος πολυμερών συνθηκών για το κλίμα όπως αυτή του Παρισιού. Τις ίδιες υποχρεώσεις και δεσμεύσεις έχουν και άλλα κράτη-μέλη της ΕΕ όπως η Γερμανία, η Πολωνία και η Τσεχία τα οποία όμως, διατηρούν τον άνθρακα στο ενεργειακό τους μίγμα.
Είναι συνετό λοιπόν στους σχεδιασμούς να προχωράμε με βάση τις ιδιαίτερες συνθήκες και ανάγκες και να προσεγγίζουμε τους στόχους με τη μέγιστη δυνατή ευελιξία. Το κόστος της μιας ή της άλλης λύσης έχει σημασία. Γιατί θα πρέπει να απαξιωθούν λιγνιτικοί σταθμοί σύγχρονης τεχνολογίας όπως αυτοί της Μελίτης και της Μεγαλόπολης αλλά και ο πλέον σύγχρονος της Ευρώπης, η Πτολεμαίδα V; Και αυτό δεν αφορά μόνον στο εξαιρετικά σημαντικό ζήτημα της απόσβεσης.
Στη Δυτική Μακεδονία, οι σύγχρονες μονάδες μπορούν να συνεχίσουν τη λειτουργία τους και στη δεκαετία του 2030 όπως ο ΑΗΣ Μελίτης, η 5η μονάδα του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου και βέβαια η νέα μονάδα «Πτολεμαΐδα 5».
Αντίστοιχα, στη Μεγαλόπολη μπορούν να συνεχίσουν να λειτουργούν η Μονάδα 3 μέχρι το 2025 και η Μονάδα 4 έως το 2032, γεγονός που θα επιτρέψει την πλήρη αξιοποίηση των απολήψιμων κοιτασμάτων.
Η βεβιασμένη κίνηση της κυβέρνησης για το κλείσιμο των λιγνιτικών σταθμών δίνει μάλλον λάθος εντυπώσεις για το δρόμο που έχει διανύσει η χώρα μας σχετικά με τους στόχους (20-20-20) που έχουν τεθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα βρίσκεται πολύ πιο μπροστά από άλλες όπως η Ολλανδία.
Είναι εντυπωσιακό ότι η λιγνιτική παραγωγή στη χώρα μας έχει μειωθεί δραματικά στη διάρκεια της τελευταίας 15ετίας. Μεταξύ του 2004 και του 2019 η παραγωγή ενέργειας από λιγνίτη υποτετραπλασιάστηκε! Από 63% έπεσε στο 18% ως ποσοστό συμμετοχής στη συνολική ηλεκτροπαραγωγή. Οι απώλειες για το λιγνίτη ήταν «κέρδη» για το φυσικό αέριο: Από 15,5% που είχε το 2004 έφθασε να είναι πλέον το βασικό καύσιμο ηλεκτροπαραγωγής με 49% (με στοιχεία Σεπτεμβρίου). Την ίδια περίοδο η συμμετοχή των Ανανεώσιμων Πηγών από το 1,5% έφθασε στο 27% σήμερα. Αυξήθηκε ,σχεδόν κατά 14 φορές! Η αλματώδης αύξηση των ΑΠΕ πληρώθηκε «ακριβά» από τους καταναλωτές μέσω του ΕΤΜΕΑΡ, το οποίο αυξήθηκε κατά 11.000% καθώς από 0,30ευρω ανά MWh έφθασε στα 27 ευρώ η MWh.
Παράλληλα, θα πρέπει να υπογραμμιστεί ότι αυτή η δραματική μείωση της λιγνιτοπαραγωγής σήμανε και τη μείωση, κατά ανάλογο τρόπο, των εκπομπών ρύπων εξαιτίας της καύσης λιγνίτη.
Συμπερασματικά, η χώρα μας δεν υστερεί σε επιδόσεις έναντι των άλλων χωρών. Αντίθετα, βρίσκεται μεταξύ των χωρών που έχουν προχωρήσει.
Η θέση μας λοιπόν είναι σαφής: Μπορούμε να προχωρήσουμε με ένα συγκροτημένο σχέδιο που θα προβλέπει τη σταδιακή απόσυρση των παλαιών λιγνιτικών μονάδων και συνέχιση της λειτουργίας τους μέχρι την ολοκλήρωση του χρόνου ζωής των νεότερων μονάδων.
Αυτό θα επιτρέψει την οικονομική εκμετάλλευση των μονάδων, έστω και με τις απαιτούμενες μικρής έκτασης επενδύσεις, μέχρι την εξάντληση των κοιτασμάτων και παράλληλα η ύπαρξη αυτών των λίγων μεγάλων μονάδων παραγωγής θα θωρακίσει ενεργειακά τη χώρα μας.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μπορούσε να συνεχιστεί η λειτουργία των Μονάδων 3 και 4 του ΑΗΣ Καρδιάς μέχρι την ένταξη στο σύστημα της νέας Μονάδας Πτολεμαΐδα 5.
Συνέχιση της λειτουργίας των Μονάδων 1 και 2 του ΑΗΣ Αμυνταίου και ταυτόχρονα εξεύρεση λύσης για την περιβαλλοντική τους αναβάθμιση προκειμένου να λειτουργήσουν μέχρι την εξάντληση των κοιτασμάτων της περιοχής Αμυνταίου.
Αντίστοιχες περιβαλλοντικές επενδύσεις και στις Μονάδες 3 και 4 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου προκειμένου να λειτουργήσουν τουλάχιστον μέχρι το 2030.
Μετά την περιβαλλοντική αναβάθμιση της Μονάδας 5 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου επιβάλλεται αυτή να διατηρηθεί στο σύστημα τουλάχιστον μέχρι το 2035.
Επίσης, διατήρηση των Μονάδων 1 και 2 του ΑΗΣ Αγίου Δημητρίου εντός του συστήματος με βάση και την Μελέτη Επάρκειας Ισχύος του ΑΔΜΗΕ.
Ολοκλήρωση της κατασκευής της νέας Μονάδας Πτολεμαΐδα 5 και διατήρηση της στο σύστημα τουλάχιστον μέχρι το 2050.
Επίσης, η διαδικασία αυτή θα ελαχιστοποιήσει τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις της απολιγνιτοποίησης που ελάχιστα έχουν υπογραμμιστεί. Το βίαιο κλείσιμο των λιγνιτωρυχείων εγείρει το ζήτημα της αποκατάστασης των εδαφών που εκτείνονται σε χιλιάδες στρέμματα, ζήτημα που απασχολούσε έως τώρα αποκλειστικά τη ΔΕΗ. Ομοίως εξαιρετικά σοβαρό είναι το ζήτημα της αυτανάφλεξης του λιγνίτη με όλες τις περιβαλλοντικές επιπτώσεις που θα έχει για τις γειτνιάζουσες περιοχές.
Η ευθύνη της κυβέρνησης αλλά και όλων όσοι συμμετέχουν στο δημόσιο διάλογο για την απολιγνιτοποίηση και τη δίκαιη μετάβαση των περιοχών σε ένα νέο οικονομικό μοντέλο, είναι μεγάλη.
Ελπίζουμε ότι έχουν ήδη εκτιμηθεί οι επιπτώσεις από το πρόωρο σβήσιμο των λιγνιτικών μονάδων. Τα μεγέθη, οικονομικά και στατιστικά, είναι μεγάλα και από μόνα τους δείχνουν τις διαστάσεις του προβλήματος που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε.
Η απόφαση του πρωθυπουργού αφορά αποκλειστικά περιοχές όπου αφενός υπάρχει υψηλός βαθμός εξάρτησης της συνολικής δραστηριότητας από τη λειτουργία της ΔΕΗ και αφετέρου καταγράφονται υψηλά ποσοστά ανεργίας.
Ένα βασικό πρόβλημα συνεπώς, είναι ο αντίκτυπος στη συνολική απασχόληση και στο συνολικό εισόδημα των νοικοκυριών που εξαρτώνται άμεσα ή έμμεσα από τη δραστηριότητα της ΔΕΗ.
Η μετάβαση απαιτεί ένα ολοκληρωμένο σχέδιο που θα διαμορφώνει έναν «οδικό χάρτη» για το πώς θα προχωρήσουμε και βεβαίως χρειάζεται πόρους και μάλιστα σημαντικούς πόρους.
Χρειάζεται ακόμη λεπτομερή σχεδιασμό δράσεων και μέτρων, από τα μικρά έως τα μεγαλύτερα. Και βεβαίως το ζήτημα της τηλεθέρμανσης των πέντε πόλεων είναι ένα από αυτά. Μάλιστα είναι από τα πλέον εμβληματικά μέτρα καθώς η αξιοποίηση της θερμικής ενέργειας των λιγνιτικών σταθμών επέδρασε θετικά – καταλυτικά στο περιβάλλον, αφαιρώντας τους ρύπους των κεντρικών θερμάνσεων που δημιουργούσε η καύση πετρελαίου από δεκάδες χιλιάδες νοικοκυριά.
Οι περιοχές σε μετάβαση χρειάζονται ένα νέο αναπτυξιακό – οικονομικό μοντέλο και ένα νέο μακρόπνοο σχέδιο το οποίο θα μπορεί να εκτιμήσει τις ανάγκες και να προτείνει τα κατάλληλα μέτρα. Ο νέος παραγωγικός προσανατολισμός της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας χρειάζεται γενναίες αποφάσεις και γενναίες επενδύσεις. Διαφορετικά θα γίνουμε μάρτυρες μιας νέας εσωτερικής μετανάστευσης που θα πλήξει άμεσα τις δύο περιοχές.
Με στατιστικούς όρους, για κάθε μια θέση εργασίας στη ΔΕΗ που θα καταργηθεί κινδυνεύουν άμεσα άλλες τρεις στον ιδιωτικό τομέα. Επίσης, για κάθε 10.000 τόνους παραγόμενου λιγνίτη συντηρούνται άλλες 3,5 θέσεις εργασίας. Είναι αντιληπτό πόσο άμεσες θα είναι οι επιπτώσεις και αυτές πρέπει να προλάβουμε.
Στα ορυχεία και τους σταθμούς της Δυτικής Μακεδονίας έχουμε 5.508 άμεσες θέσεις εργασίας (ΔΕΗ) και με στατιστικούς όρους 15.000 θέσεις συνολικά, άμεσα και έμμεσα. Αυτό είναι ένα σημαντικό μέγεθος γιατί αφορά 15.000 νοικοκυριά και κατά συνέπεια οι μεταβολές που συζητάμε θα αφορούν περισσότερους από 45.000 ανθρώπους (εργαζόμενοι και μέλη των οικογενειών τους). Παρ΄ όλα αυτά οι εργαζόμενοι που θα επηρεαστούν στην πατρίδα μας είναι ένα πολύ μικρό ποσοστό των ανθρώπων που θα πλήξει συνολικά στην Ευρωπαϊκή Ένωση η ανθρακοποίηση και ανέρχεται στις 277.000.
Στην αντίθετη περίπτωση οι εξελίξεις θα έχουν αρνητικό πρόσημο και οι κοινωνικές επιπτώσεις θα είναι ραγδαίες, δίκην χιονοστιβάδας.
Είναι ανησυχητικό το γεγονός ότι ακόμα και τώρα, τη στιγμή της δημόσιας διαβούλευσης για το νέο Εθνικό Σχέδιο, το τόσο κρίσιμο και ζωτικό -για τις περιοχές της Δυτικής Μακεδονίας και της Αρκαδίας- ζήτημα της μετάβασης είναι άγνωστη, σχεδόν μυστική περιοχή: Κανείς δεν ξέρει τίποτα!
Με ποιες προϋποθέσεις, λοιπόν, θα πραγματοποιηθεί η «δίκαιη μετάβαση» όταν δεν υπάρχει χρονοδιάγραμμα αλλά ούτε καν στόχοι για το νέο παραγωγικό μοντέλο των λιγνιτικών περιοχών; Με δεδομένο ότι από τον σχεδιασμό έως την κατασκευή και τη θέση σε λειτουργία μιας λιγνιτικής μονάδας απαιτούνται τουλάχιστον δέκα χρόνια, πόσος χρόνος θα απαιτηθεί άραγε για την κατάρτιση και υλοποίηση του «Σχεδίου Δίκαιης Αναπτυξιακής Μετάβασης»;
Εξίσου προβληματικό είναι το γεγονός ότι ενώ ο προγραμματισμός που γίνεται σε ενωσιακό (ΕΕ) επίπεδο έχει ορίζοντα το 2050, το νέο Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα σταματά στο 2030. Σε σχέση με τους αντίστοιχους σχεδιασμούς των άλλων κρατών-μελών υπάρχει ένα κενό προγραμματισμού-σχεδιασμού τουλάχιστον 20 χρόνων. Και αυτό από μόνο του είναι μια επιπλέον πηγή ανησυχίας για τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς την οποία δεν αναιρεί η θέση σε διαβούλευση του νέου κειμένου για τη «Μακροχρόνια Στρατηγική για το έτος 2050».
Για τη ΓΕΝΟΠ/ΔΕΗ – ΚΗΕ
Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ
Γιώργος Αδαμίδης Αντώνης Καρράς