Νόμος 3232 του 2004

Σας γνωρίζουμε ότι στο ΦΕΚ 48Α/12-2-2004 δημοσιεύτηκε ο ΝΟΜΟΣ

3232/2004 «Θέματα Κοινωνικής Ασφάλισης και άλλες διατάξεις», στο άρθρο 5 του οποίου περιλαμβάνονται διατάξεις που αναφέρονται στα άτομα με αναπηρίες, τα οποία υπάγονται στην ασφάλιση των οργανισμών κύριας και επικουρικής ασφάλισης αρμοδιότητας του Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας.
Για την εφαρμογή των διατάξεων του εν λόγω άρθρου, σημειώνουμε τα εξής:



Αρθρο 5
Παράγραφος 1:
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής, οι ειδικές προϋποθέσεις συνταξιοδότησης του ν. 612/1977, δηλαδή η δυνατότητα συνταξιοδότησης με τη συμπλήρωση 15 ετών ή 4.050 ημερών ασφάλισης, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας, επεκτείνονται και στους πάσχοντες από αιμορροφιλία τύπου Α ή Β (έλλειψη του παράγοντα VIII ή IX αντίστοιχα) καθώς και στους μεταμοσχευόμενους από συμπαγή όργανα (καρδιά – πνεύμονες – ήπαρ και πάγκρεας), που βρίσκονται σε συνεχή ανοσοκαταστολή, εφόσον, σε κάθε περίπτωση, συντρέχει ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
Οπως γνωρίζετε, από προηγούμενες αντίστοιχες ρυθμίσεις, ο υπολογισμός της σύνταξης στις περιπτώσεις αυτές είναι προνομιακός, αφού το ποσό της σύνταξης καθορίζεται ίσο με αυτό που αναλογεί σε 35 χρόνια ασφάλισης ή 10.500 ημέρες ασφάλισης. Επισημαίνεται ότι ως συντάξιμες αποδοχές για τον υπολογισμό του παραπάνω ποσού σύνταξης, λαμβάνονται οι αποδοχές του χρόνου διακοπής της ασφάλισης ή και πριν από την διακοπή, όπως καθορίζονται από τις διατάξεις της νομοθεσίας που διέπει τον κάθε οργανισμό και όχι οι αποδοχές που θα λάμβανε ο ασφαλισμένος, αν παρέμενε στην ασφάλιση 35 χρόνια ή 10.500 ημέρες (σχετ. Εγκύκλιος Υπ. Κοιν. Υπηρεσιών Β2/7/οίκ. 1272/27-6-1977).
Σύμφωνα εξάλλου με τη ρητή διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 612/77, το παραπάνω ποσό σύνταξης, δεν προσαυξάνεται με το επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Θα προσαυξάνεται, όμως, με το επίδομα οικογενειακών βαρών, εφόσον συντρέχουν αφενός, οι σχετικές προϋποθέσεις (π.χ. ύπαρξη ανηλίκων τέκνων ή τέκνων που σπουδάζουν σε ανώτερες σχολές κλ.π.) και αφετέρου προβλέπεται από τη νομοθεσία του οργανισμού η καταβολή των σχετικών επιδομάτων (σχετ. Εγκύκλιος Υπ. Κοιν. Υπηρεσιών Β2/7/1533/5-9-1977).
Σας υπενθυμίζουμε ότι σύμφωνα με την παρ. 4 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου (612/77), ο ασφαλισμένος με δήλωσή του κατά τον χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης για συνταξιοδότηση, μπορεί, αντί του παραπάνω προνομοιακού υπολογισμού, να επιλέξει τον υπολογισμό του ποσού της σύνταξής του με βάση τις διατάξεις που διέπουν τον κάθε φορέα, δηλαδή με βάση τον συνολικό χρόνο ασφάλισής του και την προσαύξηση του επιδόματος απόλυτης αναπηρίας (εφόσον συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις) καθώς και των οικογενειακών βαρών.
Σημειώνεται επίσης ότι επειδή οι σχετικές διατάξεις δεν προβαίνουν σε καμία σχετική διάκριση, στον απαιτούμενο για τη συνταξιοδότηση χρόνο ασφάλισης (15 έτη ή 4.050 ημέρες ασφάλισης) υπολογίζεται όχι μόνο ο χρόνος που πραγματοποιήθηκε στην ασφάλιση του οργανισμού στον οποίο υπάγεται ο ασφαλισμένος κατά την υποβολή της αίτησης, αλλά και χρόνος που σύμφωνα με τις αρχές της διαδοχικής ασφάλισης συνυπολογίζεται, καθώς και οποιοσδήποτε άλλος χρόνος που, σύμφωνα με την υφιστάμενη νομοθεσία, αναγνωρίζεται ως χρόνος ασφάλισης (απόφαση ΣτΕ 2177/1997).
Τέλος, σας επισημαίνουμε ότι οι ρυθμίσεις αυτές καταλαμβάνουν όλους τους ασφαλισμένους ανεξαρτήτως χρόνου υπαγωγής στην ασφάλιση (πριν ή μετά την 1-1-1993), εφόσον ο νόμος δεν προβαίνει σε σχετική διάκριση.

Παράγραφος 2.
Με τη διάταξη της παραγράφου αυτής, επεκτείνεται η χορήγηση του εξωϊδρυματικού επιδόματος, που προβλέπεται από τη διάταξη του άρθρου 42 του ν. 1140/1981, και σε άλλες κατηγορίες ατόμων με αναπηρίες.
Ειδικότερα, η ρύθμιση καταλαμβάνει όσους:
α. πάσχουν από μυασθένεια – μυοπάθεια με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω
β. έχουν ακρωτηριασμό κατά τα τέσσερα άκρα, από τον αστράγαλο και πάνω για τα δύο κάτω άκρα και από τον καρπό και πάνω για τα δύο άνω άκρα ή έχουν υψηλό μηριαίο ακρωτηριασμό των δύο κάτω άκρων ή πλήρη ακρωτηριασμό των δύο άνω άκρων ή αντίστοιχο ακρωτηριασμό του ενός κάτω άκρου και του ενός άνω άκρου, που δεν επιδέχονται εφαρμογής τεχνητού μέλους
γ. έχουν φωκομέλεια, που επιφέρει τον ίδιο βαθμό κινητικής αναπηρίας με την παραπάνω περίπτωση
δ. πάσχουν από σκλήρυνση κατά πλάκας που επιφέρει παραπληγία – τετραπληγία με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω ή
ε. έχουν πλήρη ακρωτηριασμό του ενός άνω ή του ενός κάτω άκρου με ποσοστό αναπηρίας 67% και άνω που δεν επιδέχεται εφαρμογής τεχνητού μέλους.
Στην τελευταία περίπτωση (του μονού ακρωτηριασμού) το ύψος του επιδόματος καθορίζεται στο δεκαπλάσιο του εκάστοτε ισχύοντος κατωτάτου ημερομισθίου ανειδίκευτου εργάτη (10ΗΑΕ), ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις, όπως είναι γνωστό, το ύψος του επιδόματος ανέρχεται στα 20 ημερομίσθια ανειδίκευτου εργάτη.
Επισημαίνουμε ότι, η εν λόγω διάταξη αφορά μόνο στην επέκταση του εξωιδρυματικού επιδόματος– για τις περιοριστικά αναφερόμενες κατηγορίες αναπήρων – στους ασφαλισμένους ή, συνταξιούχους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου μας, καθώς και στα μέλη των οικογενειών τους και όχι τη δυνατότητα των ασφαλισμένων αυτών να θεμελιώσουν συνταξιοδοτικό δικαίωμα με 15ετή ασφάλιση ή 4.050 ημέρες εργασίας και ευνοϊκό τρόπο υπολογισμού της σύνταξης (σύνταξη 35ετίας).

Παράγραφος 3
Με τη διάταξη αυτή επανακαθορίζεται ο χρόνος οριστικοποίησης της σύνταξης των νεφροπαθών.
Σημειώνεται ότι με τη διάταξη της παρ.2 του άρθρου 2 του ν.3075/2002, όπως σας γνωρίσαμε και με την Φ 80020/οικ.6464/412/12-3-2003 εγκύκλιό μας, επεκτάθηκαν οι διατάξεις του ν.612/77 και
στους ασφαλισμένους των ασφαλιστικών οργανισμών αρμοδιότητας του Υπουργείου μας, που πάσχουν από χρόνια νεφρική ανεπάρκεια τελικού σταδίου και υποβάλλονται σε αιμοκάθαρση ή περιτοναϊκή κάθαρση ή έχουν υποστεί μεταμόσχευση νεφρού και έχουν ποσοστό αναπηρίας τουλάχιστον 67%.
Σύμφωνα με την προαναφερθείσα διάταξη (του ν.3075/02), η χορηγούμενη σύνταξη καθίστατο οριστική, εφόσον οι ασφαλισμένοι είχαν συνταξιοδοτηθεί επί μία εξαετία συνεχώς και είχαν υποβληθεί σε δύο τουλάχιστον εξετάσεις από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές κατά τη διάρκεια της συνταξιοδότησής τους.
Λόγω όμως της βαρύτητας της κατάστασης της υγείας της συγκεκριμένης κατηγορίας ασφαλισμένων, με την παρούσα ρύθμιση θεσπίζεται η οριστικοποίηση εξαρχής της σύνταξης των παραπάνω αναφερομένων προσώπων, στις περιπτώσεις που όλος ο χρόνος ασφάλισης, ο οποίος απαιτείται για τη θεμελίωση του συνταξιοδοτικού δικαιώματος, έχει διανυθεί κατά το χρόνο που ο ασφαλισμένος βρίσκεται στο τελικό στάδιο νεφρικής ανεπάρκειας (δηλαδή και τα 15 χρόνια ή οι 4050 ημέρες). Διαφορετικά, στην περίπτωση δηλαδή που ο απαιτούμενος χρόνος ασφάλισης έχει διανυθεί πριν από το τελικό στάδιο χρόνιας νεφρικής ανεπάρκειας, η σύνταξη καθίσταται οριστική 6 έτη μετά τη συνταξιοδότηση και εφόσον ο ασφαλισμένος έχει εξετασθεί τουλάχιστον δύο φορές από τις αρμόδιες υγειονομικές επιτροπές.
Επισημαίνεται ότι η διάταξη αυτή έχει αναδρομική ισχύ από την 5-12-2002 (που είναι η ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3075/02) και κατά συνέπεια εφαρμόζεται στις αιτήσεις συνταξιοδότησης νεφροπαθών που υποβάλλονται από 5-12-2002 και μετά.
Εξυπακούεται ότι τα αναφερόμενα στην παράγραφο 1 της εγκυκλίου αυτής, ως προς τους χρόνους που λαμβάνονται υπόψη για τη συμπλήρωση του θεμελιωτικού χρόνου και τον υπολογισμό του χορηγούμενου ποσού σύνταξης , έχουν αναλογική εφαρμογή και στους εν λόγω δικαιούχους.

Παράγραφος 4
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής παρέχεται για πρώτη φορά δυνατότητα συνταξιοδότησης από τους οργανισμούς κύριας ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, με την πραγματοποίηση 7500 ημερών εργασίας ή 25 ετών ασφάλισης και ανεξάρτητα από όριο ηλικίας :
Α.στις μητέρες ασφαλισμένες που έχουν παιδιά ανάπηρα σε ποσοστό 80% και άνω και
Β. στους ασφαλισμένους /νες που έχουν σύζυγο ανάπηρο σε ποσοστό 80% . Στην περίπτωση αυτή επιπρόσθετη προϋπόθεση που τίθεται από το νόμο είναι να υφίσταται κατά την ημερομηνία υποβολής της αίτησης για συνταξιοδότηση τουλάχιστον 10ετής έγγαμος βίος.
Για τη συμπλήρωση των 7500 ημερών εργασίας ή των 25 ετών ασφάλισης δεν συνυπολογίζεται σύμφωνα με ρητή νομοθετική πρόβλεψη ο πλασματικός χρόνος που αναφέρεται στην παρ. 7 του άρθρου 4 του ν. 3029/02 και αφορά τις ασφαλισμένες στο ΙΚΑ μητέρες που αποκτούν παιδί από 1.1.2003 και εφεξής .
Το ποσό της σύνταξης όσων συνταξιοδοτούνται με βάση την ανωτέρω ρύθμιση είναι σε κάθε περίπτωση το προκύπτον με βάση τον υπολογισμό από τις οργανικές διατάξεις του οικείου φορέα . Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται όμως ως προς το κατώτατο χορηγούμενο ποσό , το οποίο, δεν μπορεί να υπολείπεται από το πλήρες κατώτατο όριο σύνταξης λόγω γήρατος του οικείου ασφαλιστικού φορέα .
Εφιστούμε την προσοχή ως προς το εύρος εφαρμογής της νέας διάταξης που καταλαμβάνει τόσο τους μέχρι 31.12.92 υπαχθέντες στην ασφάλιση όσο και τους από 1.1.93 και εφεξής ασφαλιζόμενους.

Παράγραφος 5
Με τις διατάξεις της παραγράφου αυτής καθιερώνεται – κατά παρέκκλιση των καταστατικών διατάξεων των φορέων κύριας ασφάλισης – η μεταβίβαση ολόκληρου του ποσού της σύνταξης θανόντος συνταξιούχου ή σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου όλου του ποσού που ο ίδιος θα εδικαιούτο στα προστατευόμενα παιδιά με βαριές αναπηρίες .
Δικαιούχοι είναι τα ορφανά και από τους δύο γονείς παιδιά που κρίνονται από τις αρμόδιες Υγειονομικές Επιτροπές ανάπηρα με μόνιμο ποσοστό αναπηρίας 80% και άνω , από τις εξής παθήσεις :
-.- νοητική υστέρηση ή
-.- αυτισμό ή
-.- πολλαπλές βαριές αναπηρίες ή
-.- χρόνιες ψυχικές διαταραχές .

Οι Υγειονομικές Επιτροπές πέραν της διακρίβωσης της πάθησης ή των παθήσεων και του συνολικού ποσοστού της μόνιμης αναπηρίας κρίνουν και το χρονικό σημείο επέλευσης των ανωτέρω αναπηριών , οι οποίες σύμφωνα με τα οριζόμενα στο τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης α, πρέπει να έχουν επέλθει
πριν από τη συμπλήρωση του 18ου έτους της ηλικίας ή του 24ου σε περίπτωση σπουδών σε ανώτερες ή ανώτατες σχολές.
Περαιτέρω προϋποθέσεις που τίθενται από το νόμο για τη συνταξιοδότηση των προσώπων αυτών είναι:
Α. να μην εργάζονται ή να μην ασκούν οποιοδήποτε επάγγελμα
Β. να μην συνταξιοδοτούνται από δική τους εργασία .

1. Ποσό σύνταξης στην περίπτωση που μοναδικοί δικαιοδόχοι είναι τα ανάπηρα παιδιά που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις :

Το ποσό σύνταξης που μεταβιβάζεται, είναι ολόκληρο το ποσό της σύνταξης που εχορηγείτο στον θανόντα συνταξιούχο ή σε περίπτωση θανάτου ασφαλισμένου, το πλήρες ποσό που εδικαιούτο να λάβει ως σύνταξη ο ίδιος ο θανών ασφαλισμένος . Επομένως για την κατηγορία αυτή των δικαιοδόχων δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις των καταστατικών των φορέων που ορίζουν συγκεκριμένα ποσοστά σύνταξης για τα προστατευόμενα παιδιά θανόντος ασφαλισμένου ή συνταξιούχου.
Ιδιαίτερη μέριμνα λαμβάνεται και ως προς το κατώτατο ποσό που χορηγείται στα παιδιά αυτά . Έτσι στην μεν περίπτωση που το παιδί έλκει το δικαίωμα από άμεσα ασφαλισμένο χορηγείται το πλήρες κατώτατο όριο λόγω γήρατος, ενώ στην περίπτωση που έλκει το δικαίωμα από συνταξιούχο που για οποιοδήποτε λόγο ελάμβανε μειωμένη σύνταξη χορηγείται το πλήρες κατώτατο όριο λόγω θανάτου.
Εφόσον υφίστανται περισσότερα του ενός παιδιά που πληρούν τις ανωτέρω προϋποθέσεις το ποσό της πλήρους σύνταξης ή το ποσό του κατωτάτου ορίου επιμερίζεται σε αυτά κατ’ ίσα μέρη.
Επισημαίνουμε στο σημείο αυτό ότι η κατ’ εξαίρεση, των προβλεπόμενων στα οικεία καταστατικά, χορήγηση του πλήρους ποσού σύνταξης ή του κατωτάτου ορίου στα δικαιοδόχα παιδιά της κατηγορίας
αυτής, αφορά μία και μόνο κύρια σύνταξη .
Εάν τα παιδιά της κατηγορίας αυτής δικαιούνται και δεύτερη κύρια σύνταξη, τότε χορηγείται το πλήρες ποσό της μεγαλύτερης σε ύψος κύριας σύνταξης και η δεύτερη σύνταξη μεταβιβάζεται κατά τα ισχύοντα στις καταστατικές διατάξεις του οικείου φορέα.

2. Ποσό σύνταξης στην περίπτωση που εκτός των αναπήρων παιδιών υφίστανται και υγιή δικαιοδόχα παιδιά. :

Όταν εκτός από τα παιδιά με τις αναφερόμενες στην περίπτωση α της παρ. 5 του άρθρου 5 βαριές αναπηρίες υπάρχουν και υγιή παιδιά που δικαιούνται σύνταξη από τον θανόντα γονέα, ο τρόπος επιμερισμού της σύνταξης μεταξύ των αναπήρων και των υγιών παιδιών γίνεται σύμφωνα με τα οριζόμενα στην περίπτωση β της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 3232/2004.
Στην περίπτωση αυτή :
Α) στα μεν υγιή παιδιά χορηγείται ως σύνταξη το προβλεπόμενο από τη νομοθεσία του οικείου φορέα ποσοστό (για τα παιδιά) που υπολογίζεται επί ολόκληρου του ποσού της σύνταξης που ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος ή επί του πλήρους ποσού που εδικαιούτο να λάβει ο θανών ασφαλισμένος.

Β) στα δε ανάπηρα παιδιά χορηγείται ως σύνταξη το ποσό που προκύπτει από τον υπολογισμό σύμφωνα με τα προαναφερόμενα , αφού προσαυξηθεί κατά 20%.

Πάντως το συνολικά χορηγούμενο ποσό των υγιών και των αναπήρων παιδιών δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να υπερβεί το πλήρες ποσό σύνταξης που εδικαιούτο να λάβει ο θανών ασφαλισμένος ή ελάμβανε ο θανών συνταξιούχος .
Επίσης η συνολικά χορηγούμενη σ’ όλα τα παιδιά σύνταξη δεν μπορεί να είναι μικρότερη του πλήρους κατωτάτου ορίου γήρατος( στην περίπτωση που έλκουν το δικαίωμα από άμεσα ασφαλισμένο ) , ή του κατωτάτου ορίου λόγω θανάτου ( στην περίπτωση που έλκουν το δικαίωμα από συνταξιούχο που για οποιοδήποτε λόγο ελάμβανε μειωμένη σύνταξη).

Τονίζουμε στο σημείο αυτό ότι εάν με βάση τον προαναφερόμενο τρόπο υπολογισμού των ποσοστών διαπιστώνεται υπέρβαση του πλήρους ποσού σύνταξης του θανόντος ή του κατωτάτου ορίου γήρατος ή θανάτου ( περίπτωση που το δικαίωμα έλκεται από συνταξιούχο που ελάμβανε μειωμένη σύνταξη) , τα ποσοστά όλων των δικαιοδόχων (υγιών και ανάπηρων παιδιών) μειώνονται ισομερώς.

Με δεδομένη την ιδιαίτερη μέριμνα που λαμβάνεται για τα ανάπηρα παιδιά με τις κοινοποιούμενες διατάξεις , υφίσταται σ’ αυτές ρητή πρόβλεψη (τελευταίο εδάφιο της περίπτωσης β της παρ. 5 του άρθρου 5 ) ώστε , μετά τη διακοπή συνταξιοδότησης των υγιών παιδιών, να τους μεταβιβάζεται το ποσό της σύνταξης που τα υγιή παιδιά έπαιρναν.

3. Ποσό σύνταξης στην περίπτωση που εκτός των αναπήρων και υγιών παιδιών υφίσταται και δικαιοδόχος επιζών σύζυγος ή διαζευγμένος σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 4 του ν. 3232/2004.
Στην περίπτωση αυτή ο επιμερισμός της σύνταξης γίνεται σύμφωνα με τις καταστατικές διατάξεις του οικείου ασφαλιστικού οργανισμού.

Επισημαίνουμε τέλος ότι οι κοινοποιούμενες διατάξεις της παρ. 5 του άρθρου 5 του ν. 3232/04 καταλαμβάνουν τα παιδιά όλων των συνταξιούχων και των ασφαλισμένων, χωρίς καμία διάκριση ανάλογα με το χρόνο υπαγωγής τους στην ασφάλιση. Επομένως οποιαδήποτε ρύθμιση που υφίσταται σε καταστατική διάταξη και προβλέπει διαφορετική συνταξιοδοτική αντιμετώπιση των ορφανών παιδιών με βαριές αναπηρίες που είναι ορφανά και από τους δύο γονείς, καταργείται από 12.2.2004 ( ημερομηνία έναρξης ισχύος του ν. 3232/04).

Παράγραφος 7
Με τη διάταξη αυτή, εξαιρούνται από τον περιορισμό της παραγράφου 3 του άρθρου 1 του ν. 612/1977 οι τυφλοί ασφαλισμένοι οργανισμών κοινωνικής ασφάλισης που συνταξιοδοτούνται με βάση
τις διατάξεις του νόμου αυτού, σύμφωνα με τις οποίες στην περίπτωση συνταξιοδότησης με ποσό σύνταξης που αντιστοιχεί σε 35 χρόνια ασφάλισης, δεν χορηγείται το επίδομα απόλυτης αναπηρίας.
Μετά την παρούσα ρύθμιση, η οποία αφορά μόνο τους τυφλούς και όχι τις υπόλοιπες κατηγορίες αναπήρων στους οποίους έχει γίνει επέκταση των διατάξεων του ν.612/1977, το ποσό της σύνταξης της εν λόγω κατηγορίας αναπήρων, που αντιστοιχεί σε 35 έτη ασφάλισης, θα προσαυξάνεται πλέον και με το επίδομα απόλυτης αναπηρίας. Επισημαίνεται ότι το ύψος του επιδόματος απολύτου αναπηρίας προσδιορίζεται, για τους μέχρι 31-12-92 ασφαλισμένους από τις διατάξεις της παρ.3 του άρθρου 42 του 1140/81, ενώ για τους από 1-1-93 ασφαλισμένους από τις διατάξεις της παρ. 2 του άρθρου 30 του ν.2084/92.
Η διάταξη αυτή εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις συνταξιοδότησης τυφλών ασφαλισμένων σε οργανισμούς κοινωνικής ασφάλισης αρμοδιότητας Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων, που υποβάλλονται μετά την έναρξη ισχύος του νόμου αυτού (από 12-2-2004 και μετέπειτα). Για την καταβολή του εν λόγω επιδόματος στους συνταξιοδοτηθέντες μέχρι 11-2-2004, απαιτείται η υποβολή αίτησης στον οργανισμό από τον οποίο συνταξιοδοτούνται, από την ημερομηνία της οποίας αρχίζει και η καταβολή της σχετικής προσαύξησης.

ΓΓΚΑ 6998/335/22.03.04